ΑΙΣΘΗΜΑ ΠΑΛΜΩΝ
"Αίσθημα παλμών" είναι η συναίσθηση της καρδιακής λειτουργίας, η οποία σε φυσιολογικό ρυθμό και εν ηρεμία σπανίως γίνεται αντιληπτή. Είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκδηλώσεις από ένα ευρύ φάσμα καρδιακών παθήσεων, από απλές έκτακτες συστολές ως δυνητικά επικίνδυνες για την ζωή αρρυθμίες.
Φυσιολογικά η καρδιά χτυπά 60 ως 100 φορές κάθε λεπτό. Βραδυκαρδία ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία οι καρδιακοί παλμοί είναι κάτω των 60/λεπτό, ενώ ταχυκαρδία όταν είναι πάνω από 100/λεπτό. Φυσικά, αποκλίσεις από τα όρια αυτά δεν είναι συνώνυμες με καρδιακή νόσο, καθώς ο ρυθμός της καρδιάς επηρεάζεται από πληθώρα καταστάσεων και ερεθισμάτων που τις περισσότερες φορές είναι εξωκαρδιακής προέλευσης.
Η συναίσθηση των καρδιακών παλμών περιγράφεται ως κάτι δυσάρεστο και ενοχλητικό, με όρους όπως "φτερούγισμα", "κενό", "ταχυπαλμία", ή "έντονος κτύπος στο στήθος και τον λαιμό". Μπορεί να συνοδεύεται απο δύσπνοια, πόνο στο στήθος, δυσφορία, ζάλη, ακόμα και απώλεια αισθήσεων (λιποθυμία).
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το αίσθημα παλμών δεν οφείλεται σε καρδιακή πάθηση και είναι αποτέλεσμα αγχώδους συνδρομής, κούρασης, αυπνίας, αυξημένης κατανάλωσης καφέ, νικοτίνης ή αλκοόλ, χρήσης αποσυμφορητικών σκευασμάτων και υπερθυρεοειδισμού. Σπανιότερα όμως μπορεί να αποτελεί εκδήλωση σοβαρότερων νοσημάτων όπως στεφανιαίας νόσου, βαλβιδοπαθειών και μυοκαρδιοπαθειών. Η συσχέτιση των συμπτωμάτων με φαινομενικά αθώους εκλυτικούς παράγοντες (άγχος, καφές, τσιγάρο) δεν θα πρέπει να λειτουργεί καθησυχαστικά.
Για την σωστή διερεύνηση των συμπτωμάτων αυτών πρέπει αρχικά να γίνει τεκμηρίωση και καταγραφή της διαταραχής του καρδιακού ρυθμού, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί αρκετά δύσκολο δεδομένου του διαλείποντος χαρακτήρα των επεισοδίων. Η λεπτομερής λήψη ιατρικού ιστορικού, η κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το υπερηχοκαρδιογράφημα (Triplex), είναι η βασική και απαραίτητη προσέγγιση στον ασθενή που αναφέρει αίσθημα παλμών. Περαιτέρω έλεγχος γίνεται με 24ωρη καταγραφή του καρδιακού ρυθμού (Holter) και έλεγχο ισχαιμίας (δοκιμασία κοπώσεως, σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, υπερηχοκαρδιογράφημα φόρτισης με δοβουταμίνη), ενώ σε σπανιότερες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν και επεμβατικές εξετάσεις όπως ηλεκτροφυσιολογική μελέτη και στεφανιογραφία.
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτιολογία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που δεν θα συνυπάρχει οργανική καρδιοπάθεια, αρκεί η αποφυγή του εκλυτικού παράγοντα ή χορηγείται ήπια φαρμακευτική αγωγή (β-αποκλειστές) για όσο διάστημα απαιτείται. Αντιαρρυθμικά σκευάσματα, διαδερμική κατάλυση δεματίων ή αρρυθμιογόνων εστιών και εμφυτεύσιμοι απινιδωτές, είναι οι επιλογές που απαιτούνται σε υποκείμενες καρδιακές παθήσεις.