ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και επιπλοκές αυτών, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, κολπική μαρμαρυγή, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, ανευρύσματα θωρακικής και κοιλιακής αορτής, νεφροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια και απώλεια όρασης.
Ως αρτηριακή υπέρταση επίσημα ορίζεται η ανεύρεση τιμών συστολικής (μεγάλης) πίεσης άνω των 140mmHg και διαστολικής (μικρής) άνω των 90mmHg, σε τουλάχιστον δύο σετ μετρήσεων με μεσοδιάστημα κατ’ ελάχιστον μίας εβδομάδας. Στην κλινική πράξη απαιτούνται επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, τόσο στο ιατρείο όσο και κατ’οίκον, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο της «λευκής μπλούζας» το οποίο παρατηρείται στο 10-30% των ασθενών, καθώς και προσωρινές αναστρέψιμες αιτίες (χειρουργικές επεμβάσεις – stress). Τόσο η συστολική όσο και η διαστολική υπέρταση συσχετίζονται με αγγειακές βλάβες και επιπλοκές.
Η εμφάνισή της στον γενικό πληθυσμό του Ελλαδικού χώρου φτάνει το 20-30%, ποσοστό το οποίο αυξάνει με την ηλικία, ώστε σε άτομα άνω των 65 (75) ετών να αγγίζει το 50 (80-90)%. Στατιστικά στοιχεία και μελέτες έχουν δείξει ότι τουλάχιστον οι μισοί πάσχοντες δεν γνωρίζουν ότι έχουν υπέρταση, ενώ από τους υπόλοιπους φαρμακευτική θεραπεία λαμβάνει το 50%, με ποσοστό αποτελεσματικής ρύθμισης περί το 40-50%.
Η αρτηριακή υπέρταση στο 90-95% είναι ιδιοπαθής, δεν οφείλεται δηλαδή σε κάποια υποκείμενη πάθηση, αλλά είναι αποτέλεσμα γενετικών παραγόντων (τουλάχιστον 14 γονιδιακές μεταλλάξεις έχουν αναγνωρισθεί) και υγιεινοδιαιτητικών συνθηκών. Εμφανίζεται συχνότερα σε καπνιστές, παχύσαρκα άτομα, έλλειψη τακτικής φυσικής άσκησης, δίαιτα πτωχή σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά και αυξημένη χρήση άλατος και αλκοόλ. Η κατανάλωση καφεΐνης δεν σχετίζεται με την ανάπτυξη υπέρτασης, ενώ η επίδραση της αυξημένης πρόσληψης άλατος φαίνεται να καθορίζεται από γονιδιακούς παράγοντες, έτσι ώστε κάποιοι ασθενείς να είναι περισσότερο αλατοευαίσθητοι.
Το υπόλοιπο 5-10% αποτελεί την δευτεροπαθή υπέρταση, η οποία οφείλεται σε άλλες υποκείμενες παθήσεις όπως νεφρικά, νεφραγγειακά, ενδοκρινολογικά και συγγενή νοσήματα και είναι συχνότερη σε παιδιά (70-85%) και εφήβους (10-15%).
Η πρόληψη και αντιμετώπισή της υπέρτασης περιλαμβάνει μέτρα όπως διακοπή του καπνίσματος, μείωση πρόσληψης αλατιού, καθημερινή αερόβια άσκηση, διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους, διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά και αποφυγή κατάχρησης αλκοόλ. Η φαρμακευτική αγωγή είναι απαραίτητη όταν με τα ανωτέρω δεν επιτευχθεί ικανοποιητικός έλεγχος της υπέρτασης, ή όταν υπάρχουν πολύ υψηλές τιμές αρτηριακής πίεσης, στεφανιαία νόσος, διαβήτης, νεφροπάθεια και άλλες βλάβες οργάνων – στόχων.
Ο έλεγχος του πληθυσμού και η διατήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι πρωταρχικής σημασίας, καθώς η υπέρταση δεν δίνει συνήθως συμπτώματα, διαδράμει υποκλινικά προκαλώντας αγγειακές βλάβες και συχνά διαπιστώνεται μόνο μετά από κάποια επιπλοκή της. Η αντιμετώπιση αυτής της σχεδόν επιδημικής έκτασης νόσου είναι ένα από τα σημαντικότερα βήματα για την σταδιακή μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων.